δερματογόνος
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Democritus, fr. 115 D-K-ο
1. όποιος παράγει δέρμα («δερματογόνος ιστός»)
2. το ουδ. ως ουσ. δερματογόνο, το
το εξωτερικό επίστρωμα τών κυττάρων του αρχεφύτρου από τα οποία παράγεται ο δερμικός ιστός τών φυτών.