ετυμηγορία
Greek Monolingual
η (Α ἐτυμηγορία) ετυμηγόρος
νεοελλ.
1. (νομ.) η απόφαση κάθε δικαστηρίου, αλλά κυρίως του ορκωτού («η ετυμηγορία τών ενόρκων»)
2. φρ. «η ετυμηγορία του λαού» — η διά της ψήφου εκφραζόμενη λαϊκή θέληση
αρχ.
το να λέει κάποιος την αλήθεια, η ετυμολογία.