δυστύχημα
Contents
English (LSJ)
ατος, τό, A piece of ill luck, failure, misfortune, And.2.9, Lys.24.3 (pl.), Pl.Cra.395d (pl.), Onos.36.4 (pl.); especially of defeat in war, X.HG4.5.18, etc.
German (Pape)
[Seite 689] τό, Unglück, Unfall, gew. im plur.; Plat. Crat. 395 d; Lys. 13, 48; Arist. Nic. Eth. 1, 10, 3 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυστύχημα: [ῠ]. τὸ, κακοτυχία, ἀποτυχία, ἀτύχημα, γεγονὸς ἀτυχές, Ἀνδοκ. 21. 2, Λυσ. 168. 22, Πλάτ. Κρατ. 395D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
malheur, échec, revers.
Étymologie: δυστυχέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ-]
1 infortunio, desgracia, calamidad οὐ τὸ δ. ὀνειδίζω Aeschin.3.78, cf. And.2.9, τοῦ δυστυχήματος αὐτοῖς ἀναγγελθέντος Plb.1.81.1, ἄνοια θνητοῖς δυστύχημ' αὐθαίρετον Men.Fr.709, δ. τι ἀκούσιον ἐγένετο Luc.DDeor.16.1, frec. en plu. δυστυχήματα ... δεινὰ καὶ πολλά Pl.Cra.395d, κοινὰ πάντα δυστυχήματα Men.Mon.514, τὰ τοῦ σώματος δυστυχήματα ref. a la invalidez, Lys.24.3, τὰ κακὰ ... καὶ τὰ δυστυχήματα Arist.EN 1100a17, τελευταὶ ... καὶ δυστυχήματα D.P.Au.2.8, μὴ ... περιπέσωσι δυστυχήμασι D.S.14.15, cf. Aesop.83.3, τοῖς δυστυχήμασι τῆς πατρίδος ἐπιστένοντες I.BI 1.11, τὰ τῶν πέλας δυστυχήματα Aesop.154, cf. 143.1, πολλάκις τὰ εὐτυχήματα πλεῖον ἔβλαψε τῶν δυστυχημάτων Onas.36.4, ἐν δυστυχήμασι καταστρέψαι τὸν βίον Str.4.1.13, σε ... συνέμπορον τῶν δυστυχημάτων πεποίηκεν Hld.2.17.1
•rel. la guerra desastre, derrota X.HG 4.5.18, ἐν Κορίνθῳ X.HG 7.5.16, περὶ Θήβας δ. Plu.Alex.13, χιλιαρχῶν σοφίᾳ μετῆλθε τὸ δ. D.C.Epit.8.12.1.
2 fallo, fracaso δύο ... περὶ τὸν τῆς παιδείας λόγον δυστυχήματα Aristid.Quint.63.1.
Greek Monolingual
το (AM δυστύχημα)
ατύχημα, κακοτυχία
νεοελλ.
θάνατος
αρχ.
στρατιωτική καταστροφή.
Greek Monotonic
δυστύχημα: [ῠ], τό, κακοτυχία, αποτυχία, ατυχές γεγονός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δυστύχημα: ατος τό несчастье, неудача Lys., Xen. etc.
Middle Liddell
δῠστύχημα, ατος, τό, [from δυστῠχέω]
a piece of ill luck, a failure, Plat.
English (Woodhouse)
δυστύχημα = disaster, blow of fortune, piece of ill-luck, stroke of bad fortune