εντομή
Greek Monolingual
η (Α ἐντομή)
εγκοπή, σχισμή, αυλάκωμα
νεοελλ.
1. ανατ. ονομασία που δίνεται σε σχισμές ή αύλακες που παρατηρούνται σε διάφορα οστά ή άλλα όργανα
2. κάθε τομή του φλοιού που αποβλέπει στην ενδυνάμωση του φυτού («εγκάρσια εντομή», «δακτυλοειδής εντομή»)
αρχ.
1. στενή δίοδος, χαράδρα
2. (για λιθοδομία) λάξευση
3. το κενό που δημιουργείται από την εντομή.