εξέταση
Ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead
Plutarch, Moralia 241Greek Monolingual
η (AM ἐξέτασις) εξετάζω
έρευνα, ἔλεγχος
νεοελλ.
1. γραπτή ἤ προφορική δοκιμασία για να αξιολογηθεί η επίδοση
2. ιατρικός ἔλεγχος της κατάστασης της υγείας
3. η μέλλουσα κρίση
4. φρ. Ιερά Εξέταση
α) το συμβούλιο τών καρδιναλίων της Καθολικής Εκκλησίας που ασκούσε τον έλεγχο της κακοδοξίας και τιμωρούσε τους αιρετικούς
β) αυστηρή, σκληρή δοκιμασία εξεταζομένων
αρχ.
1. σύγκριση, παραβολή
2. στρατιωτική επιθεώρηση («καὶ ἐξέτασιν ὅπλων ἐποιήσαντο», Θουκ.)
4. κατάταξη, ταξινόμηση
5. έλεγχος συμβολαίου ή συνθήκης
6. (στη Ρώμη) έφιππη παρέλαση στη δοκιμασία για το αξίωμα του τιμητή
7. διόραση, ενόραση
8. ακρίβεια.