Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και ξάφνισμα, το ξαφνιάζω / ξαφνίζω1. φόβος ή έκπληξη από αιφνίδιο συμβάν2. μικρό διάστρεμμα άρθρωσης, στραμπούλισμα.