Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(ΑΜ οὐδέποτε, Α ιων. τ. οὐδέκοτε δωρ. τ. οὐδέποκα και, στον Όμ., οὐδέ ποτε)επίρρ. ούτε μια φορά, ποτέ.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ποτέ (πρβλ. μηδέ-ποτε)].