πρεπώδης
Contents
English (LSJ)
ες, A fit, proper, Ar.Pl.793: c. dat., ib. 797: Comp., τὸ κάλλιον -δέστερον Pl.Alc.1.135b, cf. Phld.Mus.p.82 K.: especially in Sup., -δέστατα γυναικί X.Mem.2.7.10, cf. Isoc.15.277, D.H. Pomp.4, Luc.Hipp.5, etc.
German (Pape)
[Seite 698] ες, von geziemender Art; Ar. Plut. 793; τὸ δὲ κάλλιον πρεπωδέστερον, Plat. Alc. I, 135 b; Xen. Mem. 2, 7, 10 Oec. 5, 10; Luc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρεπώδης: -ες, (εἶδος) κατάλληλος, ἁρμόδιος, ἁρμόζων, ὡς ἡ μετοχ. πρέπων, Ἀριστοφ. Πλ. 793· μετὰ δοτ., αὐτόθι 797· τὸ κάλλιον πρεπωδέστερον Πλάτ. Ἀλκ. 1. 135Β, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 5. 10· πρεπωδέστατα γυναιξὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 7, 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
convenable, bienséant;
Sp. πρεπωδέστατος.
Étymologie: πρέπω, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
κατάλληλος, αρμόζων.
επίρρ...
πρεπωδῶς
κατά τρόπο πρέποντα, κατάλληλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπω + κατάλ. -ώδης. Εντύπωση προκαλεί η παραγωγή επιθ. σε -ώδης από ρήμα].
Greek Monotonic
πρεπώδης: -ες (εἶδος), ταιριαστός, αρμόζων, κατάλληλος, αρμόδιος, σε Αριστοφ.· με δοτ., σε Ξεν. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρεπώδης -ες [πρέπω] gepast, geschikt.
Russian (Dvoretsky)
πρεπώδης: приличествующий, подобающий, достойный Xen., Plat., Arph.
Middle Liddell
εἶδος
fit, becoming, suitable, proper, Ar.; c. dat., Xen., etc.
English (Woodhouse)
πρεπώδης = becoming, befitting, fit, fitting, proper, suitable