Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η, Ν1. εσωτερική επένδυση ενδύματος, υπόρραμμα2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους εσωτερική επένδυση, όπως λ.χ. από ξύλο ή από έλασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. fodra < γοτθ. fodr].