ὀλιγωρία
Contents
English (LSJ)
Ion. ὀλιγωρίη, ἡ,
A an esteeming lightly, contempt, ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης Hdt. 1.106, cf. 6.137; ἐν ὀλιγωρίᾳ ποιεῖσθαι = ὀλιγωρεῖν, Th.4.5; ἐς ὀλιγωρίαν τραπέσθαι τινός Id.2.52; ὀ. πρός τι D.54.39; περί τινος Plb. 11.9.2, cf. Arist.Rh.1378b10; εἴς τι Id.Pol.1315a18: in plural, Isoc.7.51.
2 neglect of duty, negligence, Decret. ap. D.18.74; διακεχυμέναι πρὸς ὀλιγωρίαν διατριβαί Eun.Hist.p.257 D.
German (Pape)
[Seite 322] ἡ, dasselbe; καὶ ὕβρις, Her. 6, 137; εἰς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων, Thuc. 2, 52; Arist.; Folgde auch περί τινος, Pol. 11, 9, 2; ἐν ὀλιγωρίᾳ ποιεῖσθαι, = ὀλιγωρεῖν, Thuc. 4, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγωρία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ὀλίγον φροντίζειν περί τινος, περιφρόνησις, παραμέλησις, ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης Ἡρόδ. 1. 106, πρβλ. 6. 137· ἐν ὀλιγωρίᾳ ποιεῖσθαι = ὀλιγωρεῖν, Θουκ. 4. 5· οὕτως, ἐς ὀλιγωρίαν τραπέσθαι τινὸς ὁ αὐτ. 2. 52· ὀλ. πρός τι Δημ. 1269. 3· περί τινος Πολύβ. 11. 9, 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 3, Πολιτ. 5. 2, 6· - ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 150A. 2) παραμέλησις καθήκοντος, ἀμέλεια, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 249. ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
indifférence, négligence, mépris.
Étymologie: ὀλίγωρος.
Greek Monolingual
η (Α ὀλιγωρία, ιων. τ. ὀλιγωρίη) ολίγωρος
αμέλεια, αδιαφορία, παραμέληση («τὰ πάντα σφι ὑπό τε ὕβριος καὶ ὀλιγωρίης ἀνάστατα ἦν», Ηρόδ.)
αρχ.
περιφρόνηση, καταφρόνηση («τὴν μὲν γὰρ εἰς τὰ χρήματα ὀλιγωρίαν οἱ φιλοχρήματοι φέρουσι βαρέως», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ὀλῐγωρία: Ιων. -ίη, ἡ,
1. υποτίμηση, καταφρόνηση, περιφρόνηση, παραμέληση, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
2. παραμέληση, αμέλεια, στον Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγωρία: ион. ὀλῐγωρίη ἡ презрение, пренебрежение (ὀ. καὶ ὕβρις Her.; ὀ. τινός Thuc., περί τινος Polyb. и πρός τι Dem.).
Middle Liddell
ὀλῐγωρία, ἡ, [from ὀλῐγωρέω]
1. an esteeming lightly, slighting, contempt, Hdt., Thuc., etc.
2. negligence, ap. Dem.
English (Woodhouse)
ὀλιγωρία = contempt