Category:Ancient Greek to German Dictionary
Ancient Greek to German Dictionary
Pages in category "Ancient Greek to German Dictionary"
The following 200 pages are in this category, out of 86,777 total.
(previous page) (next page)-
D
S
Ώ
- ώράϊσμα
- ώρία
- ώρόδεσμος
- ώρόμαντις
- ώραίω
- ώραιόμορφος
- ώραιότης
- ώραιοπώλης
- ώραιοπολέω
- ώρακίζω
- ώρακιάω
- ώραϊσμός
- ώραϊστής
- ώραῖος
- ώρεσιδώτης
- ώρεῖον
- ώρηφόρος
- ώριάς
- ώριόκαρπος
- ώριαίνω
- ώριαῖος
- ώρικός
- ώριμάζω
- ώριμότης
- ώριμαία
- ώρισμένως
- ώρογράφος
- ώρογραφέω
- ώρογραφία
- ώροθέτης
- ώροθετέω
- ώροκομεῖον
- ώρολόγιον
- ώρολογέω
- ώρολογητής
- ώρονόμιον
- ώρονόμος
- ώρονομέω
- ώρονομεύω
- ώρονομεῖον
- ώρονομικός
- ώροσκόπησις
- ώροσκόπιον
- ώροσκόπος
- ώροσκοπέω
- ώροσκοπεῖον
- ώροτρόφος
Α
- αΐμαξις
- αγέτας
- αἰείφρουρος
- αὐήρ
- αὐτόφιν
- αὐτόῤῥεκτος
- αὐτόῤῥιζος
- αὐτόῤῥυτος
- αὐτεί
- αὐτιγενής
- αὐτοάγαθον
- αὐτοάνθρωπος
- αὐτοέκαστος
- αὐτοέλικτος
- αὐτοέντης
- αὐτούργημα
- αὐτούργητος
- αὐτοαληθῶς
- αὐτοβόητος
- αὐτοβαφής
- αὐτοβοάω
- αὐτοβούλησις
- αὐτοβούλητος
- αὐτοβοεί
- αὐτοβορέας
- αὐτογένεθλος
- αὐτογένητος
- αὐτογέννητος
- αὐτογενής
- αὐτογλώχιν
- αὐτογνώμων
- αὐτογνωμονέω
- αὐτογνωμοσύνη
- αὐτογραμμή
- αὐτογραφέω
- αὐτοδάϊκτος
- αὐτοδέσποτος
- αὐτοδίδακτος
- αὐτοδίκαιον
- αὐτοδόξα
- αὐτοδύναμος
- αὐτοδαής
- αὐτοδιάκονος
- αὐτοδιήγητος
- αὐτοδιακονία
- αὐτοδιδάσκομαι
- αὐτοδιηγούμενος
- αὐτοδικέω
- αὐτοειδής
- αὐτοεντεί
- αὐτοεπιθυμία
- αὐτοετής
- αὐτοετεί
- αὐτοζήτητος
- αὐτοζωή
- αὐτοθάνατος
- αὐτοθέμεθλος
- αὐτοθήρευτος
- αὐτοθαΐς
- αὐτοθελής
- αὐτοθελεί
- αὐτοκάβδαλος
- αὐτοκέλευθος
- αὐτοκέλευστος
- αὐτοκέλευτος
- αὐτοκέραοπος
- αὐτοκέρας
- αὐτοκέφαλον
- αὐτοκήρυξ
- αὐτοκίνησις
- αὐτοκίνητος
- αὐτοκύλιστος
- αὐτοκύριος
- αὐτοκασίγνητος
- αὐτοκασιγνήτη
- αὐτοκατάκριτος
- αὐτοκατασκεύαστος
- αὐτοκελής
- αὐτοκμής
- αὐτοκράτεια
- αὐτοκράτειρα
- αὐτοκράτωρ
- αὐτοκρατής
- αὐτοκρατορία
- αὐτοκρατορίς
- αὐτοκρατορεύω
- αὐτοκρατορικός
- αὐτοκρηής
- αὐτοκτονέω
- αὐτοκυβερνήτης
- αὐτοκυβερνητεί
- αὐτολάλητος
- αὐτολήκυθος
- αὐτολίθινος
- αὐτολόχευτος
- αὐτολεξεί
- αὐτολυρίζων
- αὐτομάθεια
- αὐτομάρτυς
- αὐτομέλαθρος
- αὐτομήνυτος
- αὐτομήτωρ
- αὐτομόλησις
- αὐτομαθής
- αὐτομανής
- αὐτομαρτυρέω
- αὐτοματία
- αὐτοματίζω
- αὐτοματεί
- αὐτοματισμός
- αὐτοματοποιός
- αὐτοματουργός
- αὐτομαχέω
- αὐτομολέω
- αὐτομολία
- αὐτονομέομαι
- αὐτονομία
- αὐτονυκτί
- αὐτονυχί
- αὐτονυχίς
- αὐτοπάθεια
- αὐτοπάμων
- αὐτοπάρακτος
- αὐτοπάτωρ
- αὐτοπήμων
- αὐτοπόκὶστον
- αὐτοπόνητον
- αὐτοπόρφυρος
- αὐτοπώλης
- αὐτοπαγής
- αὐτοπαθής
- αὐτοποίητος
- αὐτοποδί
- αὐτοποδία
- αὐτοποδητί
- αὐτοποιητικός
- αὐτοπολίτης
- αὐτοπρόσωπος
- αὐτοπρεπής
- αὐτοπροαίρετος