Category:Ancient Greek to Spanish Dictionary
Ancient Greek to Spanish Dictionary
Pages in category "Ancient Greek to Spanish Dictionary"
The following 200 pages are in this category, out of 63,586 total.
(previous page) (next page)L
Q
Α
- Α
- Ααρωνίδης
- Αβαιζ
- Αβεσσα
- Αβιά
- Αγαρ
- αδελπhεον
- αδες
- αθανής
- αιαιακον
- αμασενιθ
- αματταρι
- αμαφεθ
- Αμιναδαβ
- αμμοδικεδητοιλισχον
- Αμφιhήρα
- Αμως
- αποθρεκυεια
- Αραμ
- Αρνει
- Ατίνιον
- Αὔλιον
- αὔξησιν λαμβάνειν
- Αὖος
- αὖτος
- αὐγοειδῶς
- αὐθαδῶς
- αὐθαιρέτως
- αὐθεκάστως
- αὐθεκουσίως
- αὐθεντικῶς
- αὐθορμήτως
- αὐθυπάρκτως
- αὐθυποστάτως
- αὐθωρόν
- αὐθωρεί
- Αὐλίσκος
- αὐλητική
- αὐλητικῶς
- αὐστηρῶς
- αὐτάρκως
- αὐτό
- αὐτόματα
- αὐτεξουσίως
- αὐτεπαγγέλτως
- αὐτοβούλως
- αὐτοδεσπότως
- αὐτοδιδάκτως
- αὐτοεξουσίως
- αὐτοθελῶς
- αὐτοκέλευστως
- αὐτοκαβδάλως
- αὐτοκρατορικῶς
- αὐτομάτως
- αὐτομόλως
- αὐτοματισμῷ
- αὐτοπαθῶς
- αὐτοπαράκτως
- αὐτοπροαιρέτως
- αὐτοπροσώπως
- αὐτοσκευῶς
- αὐτοσχεδίως
- αὐτοτελῶς
- αὐτοτελὴς αἰτία
- αὐτοῦ γενοίμην πέτρος
- αὐτοφόνως
- αὐτοφώρως
- αὐτοφυῶς
- αὐτὸ μόνον
- αὐτὸ τοῦτο
- αὐτὸς ἔφα
- αὐχητικῶς
- αὐχμηρῶς
- αυταόρα
- Αυτοαίτας
- αφφω
- Αχιμα
- αϊκελίως
- Αἔθον
- αἰ
- αἰάζω
- Αἰάκειος
- Αἰάκης
- αἰάν
- Αἰάνειον τέμενος
- Αἰάνης
- Αἰάντειος
- Αἰάτιος
- αἰέλιοι
- αἰέλουρος
- αἰέν
- αἰέναος
- αἰένοικος
- αἰένυπνος
- αἰές
- αἰέτιον
- αἰή
- αἰήσυλον
- Αἰήτας
- Αἰήτειος
- Αἰήτης
- αἰί
- Αἰόλειον
- αἰόλειος
- Αἰόλειος
- Αἰόλη
- αἰόλησις
- Αἰόλιος
- αἰόλισμα
- αἰόλλω
- αἰόλος
- Αἰόλου νῆσοι
- Αἰόλῃος
- αἰόνημα
- αἰόνησις
- αἰών
- Αἰών
- αἰώνιος
- αἰώνισμα
- αἰώρα
- αἰώρημα
- αἰώρησις
- αἰαγμός
- αἰαῖος
- αἰακή
- Αἰακίδης
- αἰακίξ
- αἰακίς
- Αἰακός
- αἰακτός
- αἰαλέας
- Αἰαμηνή
- Αἰαμηνός
- Αἰανή
- αἰανής
- Αἰανίς
- αἰανόν
- Αἰανός
- Αἰαναῖος
- Αἰαντίδης
- Αἰαντίς
- Αἰαντόδωρος
- αἰαντόν
- αἰανῶς
- Αἰανῖται
- Αἰανῖτις
- αἰαστής
- αἰαφοί
- αἰαῖ
- Αἰαῖος
- αἰβάλη
- Αἰβίαλος
- αἰβετός
- Αἰβιωναῖος
- Αἰβούτιος
- Αἰβουδαῖος
- Αἰβουραῖος
- Αἰβουροβισυγγησία
- αἰβοῖ
- Αἰβοῦδαι
- αἰγάγριον
- Αἰγάλεως
- Αἰγάρα
- αἰγάριον
- αἰγάς
- αἰγέα
- Αἰγέαι
- Αἰγέσθιος
- Αἰγέστης
- Αἰγέϝαστος
- Αἰγή