Category:George Abbott-Smith
George Abbott-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament
Pages in category "George Abbott-Smith"
The following 200 pages are in this category, out of 552 total.
(previous page) (next page)Α
- Α α
- αβαρής
- αἰών
- αἰώνιος
- Αἰγύπτιος
- αἰγιαλός
- αἰδώς
- Αἰθίοψ
- Αἰλαμίτης
- Αἰνέας
- αἰνέω
- Αἰνών
- αἰσθάνομαι
- αἰσθητήριον
- αἰσχύνη
- αἰσχύνω
- αἰσχρός
- αἰσχρότης
- αἰσχροκερδής
- αἰσχροκερδῶς
- αἰσχρολογία
- αἰτέω
- αἰτία
- αἰτίαμα
- αἰτίωμα
- αἰφνίδιος
- αἰχμάλωτος
- αἰχμαλωσία
- αἰχμαλωτίζω
- αἰχμαλωτεύω
- αἱματεκχυσία
- αἱμορροέω
- αἱρέω
- αἱρετίζω
- αἱρετικός
- αἴγειος
- Αἴγυπτος
- αἴνεσις
- αἴνιγμα
- αἴρω
- αἴσθησις
- αἴτημα
- αἴτιον
- αἴτιος
- αἵρεσις
- αἶνος
- αἷμα
- αὐτός
Β
- Β β
- Βάαλ
- βάθος
- βάλλω
- βάπτισμα
- βάπτω
- βάρ
- βάρβαρος
- βάρος
- βάσανος
- βάσις
- βάτος
- βάτραχος
- βάϊον
- βέβαιος
- βέβηλος
- βέλος
- βέλτιον
- Βέροια
- βήρυλλος
- βία
- βίαιος
- βίβλος
- βίος
- βίωσις
- βόθυνος
- βόρβορος
- βόσκω
- βότρυς
- βύσσινος
- βύσσος
- Βαβυλών
- βαθέως
- βαθύνω
- βαθύς
- βαθμός
- Βαλάκ
- Βαλαάμ
- βαλλάντιον
- βαπτίζω
- βαπτισμός
- βαπτιστής
- Βαράκ
- βαρέω
- βαρέως
- βαρύνω
- βαρύς
- βαρύτιμος
- Βαραββᾶς
- Βαραχίας
- Βαρθολομαῖος
- Βαριησοῦς
- Βαριωνᾶς
- Βαρναβᾶς
- Βαρσαββᾶς
- Βαρτιμαῖος
- βασίλειον
- βασίλειος
- βασίλισσα
- βασανίζω
- βασανισμός
- βασανιστής
- βασιλίσκος
- βασιλεία
- βασιλεύς
- βασιλεύω
- βασιλικός
- βασκαίνω
- βαστάζω
- βατταλογέω
- βδέλυγμα
- βδελύσσομαι
- βδελύσσω
- βδελυκτός
- Βεώρ
- βεβαίωσις
- βεβαιόω
- βεβηλόω
- Βεελζεβούλ
- Βελίαλ
- βελόνη
- Βελιάρ
- Βενιαμίν
- Βερνίκη
- Βεροιαῖος
- Βηθαβαρά
- Βηθανία
- Βηθεσδά
- Βηθζαθά
- Βηθλέεμ
- Βηθσαϊδά
- Βηθφαγή
- βιάζω
- βιόω
- βιαστής
- βιβλίον
- βιβλαρίδιον
- βιβλιδάριον
- βιβρώσκω
- Βιθυνία
- βιωτικός
- βλάπτω
- Βλάστος
- βλάσφημος
- βλέμμα
- βλέπω
- βλαβερός
- βλαστάνω
- βλασφημέω
- βλασφημία
- βλητέος
- Βοάζ
- βοάω
- βοή
- βοήθεια
- Βοόζ
- βούλημα
- βούλομαι
- Βοανηργές
- βοηθέω
- βοηθός
- βολή
- βολίζω
- βολίς
- βορρᾶς
- Βοσόρ
- βοτάνη
- βουλή
- βουλεύω
- βουλευτής
- βουνός
- βοῦς
- βρέφος
- βρέχω
- βρόχος
- βρύχω
- βρύω
- βρώσιμος
- βραβεύω
- βραβεῖον
- βραδύνω
- βραδύς
- βραδύτης
- βραδυπλοέω
- βραχίων
- βραχύς
- βροντή
- βροχή
- βρυγμός
- βρῶμα
- βρῶσις