Category:Strong's Greek Dictionary
Strong's Greek Dictionary
Pages in category "Strong's Greek Dictionary"
The following 200 pages are in this category, out of 5,537 total.
(previous page) (next page)Α
- Α α
- αἰών
- αἰώνιος
- Αἰγύπτιος
- αἰγιαλός
- αἰδώς
- Αἰθίοψ
- Αἰνέας
- αἰνέω
- Αἰνών
- αἰσθάνομαι
- αἰσθητήριον
- αἰσχύνη
- αἰσχύνομαι
- αἰσχρόν
- αἰσχρός
- αἰσχρότης
- αἰσχροκερδής
- αἰσχροκερδῶς
- αἰσχρολογία
- αἰτέω
- αἰτία
- αἰτίαμα
- αἰφνίδιος
- αἰχμάλωτος
- αἰχμαλωσία
- αἰχμαλωτίζω
- αἰχμαλωτεύω
- αἱματεκχυσία
- αἱμοῤῥέω
- αἱρέομαι
- αἱρετίζω
- αἱρετικός
- αἴγειος
- Αἴγυπτος
- αἴνεσις
- αἴνιγμα
- αἴρω
- αἴσθησις
- αἴτημα
- αἴτιον
- αἴτιος
- αἵρεσις
- αἶνος
- αἷμα
- αὐγάζω
- αὐγή
- Αὐγοῦστος
- αὐθάδης
- αὐθαίρετος
- αὐθεντέω
- αὐλέω
- αὐλή
- αὐλίζομαι
- αὐλός
- αὐλητής
- αὐξάνω
- αὐστηρός
- αὐτάρκεια
- αὐτάρκης
- αὐτόματος
- αὐτόπτης
- αὐτός
- αὐτόχειρ
- αὐτοκατάκριτος
- αὐτοῦ
- αὐχμηρός
- αὔριον
- αὑτοῦ
Β
- Βάαλ
- βάθος
- βάλλω
- βάπτισμα
- βάπτω
- βάρβαρος
- βάρος
- βάσανος
- βάσις
- βάτος
- βάτραχος
- βέβαιος
- βέβηλος
- βέλος
- Βέροια
- βήρυλλος
- βία
- βίαιος
- βίβλος
- βίος
- βίωσις
- βόθυνος
- βόρβορος
- βόσκω
- βότρυς
- βύσσινος
- βύσσος
- βαΐον
- Βαβυλών
- βαθύνω
- βαθύς
- βαθμός
- Βαλάκ
- βαλάντιον
- Βαλαάμ
- βαπτίζω
- βαπτισμός
- Βαπτιστής
- Βαράκ
- βαρέω
- βαρέως
- βαρύνω
- βαρύς
- βαρύτιμος
- Βαραββᾶς
- Βαραχίας
- Βαρθολομαῖος
- Βαριησοῦς
- Βαριωνᾶς
- Βαρνάβας
- Βαρσαβᾶς
- Βαρτιμαῖος
- βασίλειον
- βασίλειος
- βασίλισσα
- βασανίζω
- βασανισμός
- βασανιστής
- βασιλεία
- βασιλεύς
- βασιλεύω
- βασιλικός
- βασκαίνω
- βαστάζω
- βαττολογέω
- βδέλυγμα
- βδελύσσω
- βδελυκτός
- βεβαίωσις
- βεβαιόω
- βεβηλόω
- Βεελζεβούλ
- Βελίαλ
- βελτίον
- Βενιαμίν
- Βερνίκη
- Βεροιαῖος
- Βηθαβαρά
- Βηθανία
- Βηθεσδά
- Βηθλεέμ
- Βηθσαϊδά
- Βηθφαγή
- βιάζω
- βιόω
- βιαστής
- βιβλίον
- βιβλιαρίδιον
- βιβρώσκω
- Βιθυνία
- βιωτικός
- βλάπτω
- Βλάστος
- βλάσφημος
- βλέμμα
- βλέπω
- βλαβερός
- βλαστάνω
- βλασφημέω
- βλασφημία
- βλητέος
- βοάω
- βοή
- βοήθεια
- Βοόζ
- βούλημα
- βούλομαι
- Βοανεργές
- βοηθέω
- βοηθός
- βολή
- βολίζω
- βολίς
- Βοσόρ
- βοτάνη
- βουλή
- βουλεύω
- βουλευτής
- βουνός
- βοῤῥᾶς
- βοῦς
- βρέφος