disregard
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἀμελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. ὀλιγωρεῖν (gen.), παρορᾶν, ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. δι' οὐδένος ποιεῖσθαι, ἀκηδεῖν (gen.), ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι, ἐν εὐχερεῖ τίθεσθαι, Ar. and V. φαύλως φέρω, φαύλως φέρειν.
slight: P. and V. ἀτιμάζειν, παρέρχεσθαι, V. ἀτίζειν.